ραφιδώνω

ραφιδώνω
Ν [ραφίδα]
ναυτ. δένω με ραφίδωμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ραφίδωμα — το, Ν [ραφιδώνω] ναυτ. η ανάδεση ιστίου στο κέρας ή στην κεραία του με ραφή …   Dictionary of Greek

  • ραφίδωση — η, Ν [ραφιδώνω] η σύνδεση δύο τεμαχίων ιστίων με σχοινιά που περνούν από τις τρύπες εναλλάξ …   Dictionary of Greek

  • φαλιδώνω — Ν [φαλίδο] ναυτ. δένω με φαλίδο, ραφιδώνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”